ἐγχειρήσῃ

ἐγχειρήσῃ
ἐγχειρήσηι , ἐγχείρησις
taking in hand
fem dat sg (epic)
ἐγχειρέω
take
aor subj mid 2nd sg
ἐγχειρέω
take
aor subj act 3rd sg
ἐγχειρέω
take
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εγχείρηση — και εγχείριση, η (AM ἐγχείρησις) απόπειρα, εγχείρημα νεοελλ. χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση βλάβης ή τον ακρωτηριασμό νοσούντος οργάνου μσν. στρατιωτική επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • εγχείρηση — η (ιατρ.), τεχνική αιματηρή επέμβαση με ειδικά κοφτερά εργαλεία σε άρρωστο άνθρωπο ή ζώο για θεραπευτικούς σκοπούς, η χειρουργική επέμβαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κερατοπλαστική ή κερατοπλασία — Εγχείρηση με σκοπό τη μεταμόσχευση του κερατοειδούς χιτώνα του οφθαλμού. Πραγματοποιείται όταν υπάρχουν μόνιμες θολερότητες του κερατοειδούς, διαθλαστικές ανωμαλίες που προκαλούν σοβαρή μείωση της όρασης καθώς και για τη μερική ή ολοκληρωτική… …   Dictionary of Greek

  • χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… …   Dictionary of Greek

  • εγχειρητικός — ή, ό (Α ἐγχειρητικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην εγχείρηση 2. το θηλ. ως ουσ. η εγχειρητική α) η τέχνη τής θεραπείας τών σωματικών παθήσεων με εγχείρηση β) ο κλάδος τής χειρουργικής που ασχολείται με τις μεθόδους τής εγχειρητικής …   Dictionary of Greek

  • εξάρθρημα — Μόνιμη απώλεια της φυσιολογικής επαφής των αρθρικών επιφανειών μιας άρθρωσης· αν η επαφή αυτή διατηρείται μερικώς, τότε πρόκειται για ατελές ε. Τα ε. μπορεί να είναι συγγενή και παθολογικά· τα τελευταία οφείλονται σε τοπικές παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • προεγχειρητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που εκτελείται πριν από χειρουργική επέμβαση («προεγχειρητική αγωγή) 2. φρ. α) «προεγχειρητικές εξετάσεις» ιατρ. γενικές εξετάσεις που πραγματοποιούνται πριν από χειρουργική επέμβαση και συνίστανται στη διερεύνηση τής απήχησης… …   Dictionary of Greek

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

  • χειρουργικός — ή, ό / χειρουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «χειρουργική επέμβαση» β. «χειρουργικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η χειρουργική ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”